- κρίνοι
- κρί̱νοῑ , κρίνωseparatepres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίνοι' — κρίνοιο , κρίνον white lily neut gen sg (epic) κρί̱νοιο , κρίνω separate pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… … Dictionary of Greek
Πρεβιάτι, Γκαετάνο — (Previati, 1852 – 1920). Iταλός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Φλωρεντία. Έπειτα από μία περίοδο αναζητήσεων, κατά την οποία ζωγράφιζε πίνακες με ιστορικά θέματα, στράφηκε προς τον συμβολισμό. Οι πίνακές του διακρίνονται για την λεπτότητα των… … Dictionary of Greek
Συνοδινός, Παναγιώτης — (1836 – 1912). Ποιητής και πεζογράφος. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος και νομάρχης σε διάφορους νομούς. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με την πατριωτική ποίηση της εποχής του, της οποίας ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους. Μνημονεύεται… … Dictionary of Greek